- διάσημος
- -η, -ο (AM διάσημος, -ον)1. ξακουστός, περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος2. (στον πληθ. ως ουσ.) τα διάσημαδιακριτικά βαθμός, αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια κ.ά.)αρχ.1. καταφανής, διαυγής, σαφής2. (για ήχο) διαπεραστικός.
Dictionary of Greek. 2013.